- ἐπαγόρευσις
- ἐπαγόρευσιςfuneral orationfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επαγόρευσις — ἐπαγόρευσις, η (Α) επικήδειος ή επιτάφιος λόγος («φιλεῑ μὴ δέχεσθαι μῆκος ἤ τοιάδε ἐπαγόρευσις», Θεμίστ.) … Dictionary of Greek